- ευσύντακτος
- εὐσύντακτος, -ον (Α)αυτός που είναι συντεταγμένος καλά2. (για γραπτό ή προφορικό λόγο) αυτός που έχει καλή σύνταξη, καλό ύφος.επίρρ...εὐσυντάκτως (ΑΜ)με ευσύντακτο τρόπο, με καλή σύνταξημσν.με καλή στρατιωτική παράταξη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + συν-τάσσω].
Dictionary of Greek. 2013.